παράχορδος

παράχορδος
-η, -ο
1. για ήχους, αυτός που παράγεται όχι από τη χορδή που χτυπιέται, αλλά από τη διπλανή της.
2. παράτονος, παράφωνος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παράχορδος — η, ο μουσ. 1. (για ήχο) αυτός που παράγεται όχι από τη χορδή που έπρεπε να κρουσθεί, αλλά από άλλη, διπλανή, δηλαδή ο παράτονος, ο παράφωνος, ο δυσαρμονικός 2. (για έγχορδο όργανο) ο κουρντισμένος εσφαλμένα ή άσχημα, ο κακοκουρντισμένος ή ο… …   Dictionary of Greek

  • έκτονος — η, ο (AM ἔκτονος, ον) Ι. παράτονος, παράφωνος, ο έξω τού μουσικού τόνου, παράχορδος, φάλτσος 2. χαλαρός, άτονος, ξετεντωμένος ΙΙ. επίρρ. εκτόνως νεοελλ. άτονα, χαλαρά αρχ. έντονα, σφοδρά …   Dictionary of Greek

  • απόχορδος — ἀπόχορδος, ον (Α) παράχορδος, παράφωνος …   Dictionary of Greek

  • εξαρμόνιος — ἐξαρμόνιος, ον (Α) αυτός που είναι εκτός αρμονίας, μη αρμονικός, παράχορδος …   Dictionary of Greek

  • παράτονος — η, ο / παράτονος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ανακριβής κατά τον τόνο, λανθασμένος κατά τον τονισμό 2. μουσ. ασύμφωνος μουσικά, παράφωνος, παράχορδος, κν. φάλτσος 3. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο παράτονος ισχυρό συρματόσχοινο που ξεκινά από τον λαιμό τού… …   Dictionary of Greek

  • παράφωνος — η, ο / παράφωνος, ον ΝΑ νεοελλ. 1. (για μουσ. φθόγγο) αυτός που ηχεί κακώς, που παραβιάζει την αρμονία, δυσαρμονικός, παράχορδος 2. (για πρόσ.) κακόφωνος, παράτονος, φάλτσος αρχ. 1. μουσ. αυτός που συνηχεί, που βγάζει ήχους ή φθόγγους μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”